επιπληθύνω

επιπληθύνω
ἐπιπληθύνω (Α)
1. αυξάνω, πληθύνω («καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτὸν καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς», ΠΔ)
2. (αμτβ.) αφθονώ, πληθαίνω, γίνομαι περισσότερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”